Το Σύνταγμα του 1975 και οι αναθεωρήσεις του ως “Πολιτικές πράξεις’’
Στο τελευταίο άρθρο του ισχύοντος Συντάγματος αναφέρεται ρητά ότι: «Το Σύνταγμα αυτό, που ψηφίστηκε από την Ε’ Αναθεωρητική Βουλή...
Διαβάστε περισσότεραΤο Σύνταγμα του 1975 και οι αναθεωρήσεις του ως “Πολιτικές πράξεις’’
Στο τελευταίο άρθρο του ισχύοντος Συντάγματος αναφέρεται ρητά ότι: «Το Σύνταγμα αυτό, που ψηφίστηκε από την Ε’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, υπογράφεται από τον Πρόεδρό της, δημοσιεύεται από τον προσωρινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με διάταγμα που προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και αρχίζει να ισχύει από τις ένδεκα Ιουνίου 1975».
Ισχύον λοιπόν Σύνταγμα στην Ελλάδα είναι το Σύνταγμα του 1975, όπως αυτό αναθεωρήθηκε:
• το 1986 με Πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου
• το 2001 με Πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη
• το 2008 με Πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή
Το Σύνταγμα του 1975 ψηφίστηκε από την Ελληνική Βουλή στις 7 Ιουνίου 1975και τέθηκε σε ισχύ στις 11 Ιουνίου 1975.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από την έναρξη της Συνταγματικής Ιστορίας που συμπίπτει με την έναρξη της Επανάστασης του 1821 είχαν προηγηθεί άλλα 12 Συντάγματα (1822, 1823, 1827, 1844, 1864, 1911, 1925, 1926, 1927, 1952, 1968, 1973).
Στην ψήφισή του φθάσαμε αφού είχαν προηγηθεί κάποιες συγκεκριμένες Πολιτικές πράξεις και μέσα σε ένα κλίμα ξεχωριστής πολιτικήςέντασης και αβεβαιότητας για το μέλλον της χώρας. Ειδικότερα:
Στις 20 Ιουλίου 1974 σημειώνεται η μεγάλη εθνική τραγωδία – προδοσία της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.
Στις 23 Ιουλίου 1974 «πέφτει» η κατ΄ακριβολογία δηλώνει ότι πέφτει η Δικτατορία των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα σε μία πρωτόγνωρη πολιτική κατάσταση. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Δικτατορίας, στρατηγός Φ. Γκιζίκης αρχίζει συνεχείς συσκέψεις με τους πολιτικούς παράγοντες της ενεργούς πολιτικής τότε παρουσία των ενόπλων δυνάμεων και καλείται ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τελικά να αναλάβει ΚΑΙ να ορκιστεί Πρωθυπουργός της Ελλάδος, ο οποίος και αποδέχεται.
Στις 24 Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιστρέφει από το Παρίσι στην Αθήνα με αεροπλάνο που του παραχώρησε η Γαλλική Δημοκρατία και ο πρόεδρός της, Βαλερί Ζισκάρ ντ’Εσταίν.
Ορκίζεται ως πρώτος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης ενώπιον του στρατηγού Φ. Γκιζίκη, προέδρου της Δικτατορίας της Χούντας.
Ο ίδιος, στο διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό αμέσως μετά την ορκομωσία του, διατύπωσε ότι η κυβέρνησή του δεν είναι κομματική κι ότι βρισκόμαστε στο στάδιο μεταξύ της Δικτατορίας και της θεμελίωσης της Δημοκρατίας.
Είχε προηγηθεί η ανακοίνωση του Προέδρου της Δημοκρατίας, Φ. Γκιζίκη, ότι «ενόψει των εξαιρετικών περιστάσεων υπο τα οποίας τελεί η πατρίς, αι ένοπλαι δυνάμεις απεφάσισαν όπως αναθέσουν την διακυβέρνησιν της χώρας εις πολιτικήν κυβέρνησιν».
Στην κυβέρνηση αυτή δεν κλήθηκαν να συμμετάσχουν ούτε ο Ανδρέας Παπανδρέου (ο οποίος στις 3 Σεπτέμβρη ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ) ούτε οι δυνάμεις της παραδοσιακής αριστεράς (ΚΚΕ, ΚΚΕ Εσωτερικού και ΕΔΑ).
Έτσι, μετά την ψήφιση της από 1-8-1974 Συντακτικής Πράξεως «περί αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητος και ρυθμίσεως θεμάτων του δημοσίου βίου μέχρι του οριστικού καθορισμού του πολιτεύματος και της καταρτίσεως του νέου Συντάγματος της Χώρας», της από 4-10-1974 Συντακτικής Πράξεως που όριζε τα σχετικά με τηνκατάριση και την ψήφιση του νέου Συντάγματος, ακολούθησαν οι εθνικές εκλογές στις 17 Νοεμβρίου 1974 και το Δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 όπου ο Ελληνικός λαός αποφάσισε για την αλλαγή του πολιτεύματος από Βασιλευομένη Δημοκρατία σε Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Για να φθάσουμε σταδιακά από το 1974 στην ψήφιση του Σύνταγματος του 1975 από την Ε’ Αναθεωρητική Βουλή μεσολάβησαν πολιτικές πράξεις όχι άμεσα προσδιοριζόμενες από τον Ελληνικό λαό αλλά από την εσωτερική άτακτη πολιτική κρίση της Δικτατορίας, της εθνικής τραγωδίας της Κύπρου και των ξένων - ευρωπαικών και μη - δυνάμεων που πάντα η ιστορία τους εμφανίζει ως πρωταγωνιστές στον πολιτικό σχεδιαμό της Ελλάδος.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επελέγη (μεταξύ άλλων πολιτικών προσώπων)από τους ανωτέρω παράγοντες ως το καταλληλότερο πολιτικό πρόσωπο που θα μπορούσε να οδηγήσει στην αλλαγή του Πολιτεύματος από την «Βασιλευομένη Δημοκρατία»στην«Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία», την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 και την ολοκλήρωση ένταξης της χώρας στην Ευρωπαική Κοινότητα, η οποία είχε ξεκινήσει από τον Ιούνιο του 1959.
Εκ του αποτελέσματος λοιπόν η «άνωθεν» αυτή επιλογή ως Πολιτική Πράξη υπήρξε απολύτως επιτυχής.
Β. Η αναθεώρηση του 1986
Στις 9 Μαρτίου 1985 κατατέθηκε στη Βουλή των Ελλήνων από 161 βουλευτές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. πρόταση αναθεώρησης 11 + 1 άρθρων του Συντάγματος του 1975 που αφορούσαν τις περίφημες «υπερεξουσίες» άλλως «βασιλικές εξουσίες» του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Είχε προηγηθεί το 1981 η μεγάλη Δομικήπολιτική αλλαγή στην Ελλάδα.
O Ανδρέας Παπανδρέου και η κυβέρνηση του 1981, η οποία έχει καταγραφεί μέσα από δημοσκόπηση της εφημερίδος Καθημερινή, ως η καλύτερη της Μεταπολίτευσης, προέβη άμεσα σε τομές στην Ελληνική κοινωνία και διαμόρφωσε τις προυποθέσεις εκείνες όπου κάθε πολίτης μπορούσε να είναι το υποκείμενο βασικών εννόμων αγαθών, αυτονότητων σήμερα αλλά τότε όχι για όλους, όπως αυτό της παιδείας, της υγείας, της Δικαιοσύνης, της τέχνης κ.λπ και όλα αυτά για τους πολλούς κι όχι για τους λίγους.
Ήταν ο απόλυτα κυρίαρχος στην πολιτική σκηνή του τόπου και αυτό το πέτυχε μόνος του.
Δεν διορίστηκε από κανέναν παρά εξελέγη δημοκρατικά σε κλίμα ενθουσιασμού από τον κυρίαρχο ελληνικό λαό με βασικό σύνθημα «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες».
Το κόμμα του (ΠΑ.ΣΟ.Κ.) είχε καταστεί κυρίαρχο και δρούσε κυρίαρχα σε ένα πλαίσιο αμιγούς κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, το οποίο όμως δεν υπήρχε Συνταγματικά.
Κατά τούτο ευφυώς πολιτικά κινούμενος προέβη σε μία απολύτως φυσική εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων στην Ελλάδα και αναθεώρησε όλες τις διατάξεις που προέβλεπαν τις υπερεξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η προτεινόμενη αναθεώρηση επιδίωξε τη ρητή συνταγματική καθιέρωση του «αμιγούς κοινοβουλευτικού Πολιτεύματος» με την κατάργηση όλων των στοιχειων του προεδρικού συστήματος αυτού.
Η αναθεώρηση του 1986 ενίσχυσε αληθινά τη λαϊκή κυριαρχία με την εξύψωση του κύρους της Λαïκής Αντιπροσωπείας, ως εκφραστή της πολιτικής θέλησης του Λαού, ενδυνάμωσε τον Κοινοβουλευτισμό που ο Ελληνικός λαός από την εποχή του Χαριλάου Τρικούπη πιστεύει και υπερασπίζεται με πάθος, ισχυροποίησε το ρόλο του Κοινοβουλίου και αποδέσμευσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από τις κομματικές αντιθέσεις και τον ανύψωσε σε έναν πραγματικά υπερκομματικό θεσμό και φορέα εθνικής ομοψυχίας.
Εκ του αποτελέσματος λοιπόν, ο Ανδρέας Παπανδρέου με την πολιτική του αυτή πράξη διαφύλαξε και εγγυήθηκε την πολιτική ομαλότητα στην Ελλάδα καθ΄ολη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης.
Μία χρονική περίοδο που ο ελληνικός λαός μόνον ευχάριστες στιγμές έχει να θυμάτε.
Γ. Η Αναθεώρηση του 2001 & αυτή του 2008
Οι 2 αυτές αναθεωρήσεις στηρίχθηκαν πλέον στο αμιγώς κοινοβουλευτικό Πολίτευμα που καθιέρωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου στην Ελλάδα.
Η Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001 ως Πολιτική πράξη χαρακτηρίστηκε ως μια ευρεία ποσοτικά αναθεώρηση Συνταγματικών διατάξεων με ευρεία συναίνεση στο Κοινοβούλιο κατά την ψήφισή της.
Το συνταγματικό κείμενο που προέκυψε από την αναθεώρηση του 2001 χαρακτηρίζεται ως προϊόν μιας διαδικασίας συνολικής επαναξιολόγησης του Συντάγματος, ενώ ένα μεγάλο τμήμα της ύλης που συνταγματοποιήθηκε είχε ως αντικείμενο την ενσωμάτωση ρυθμίσεων που είχαν ήδη θεσπιστεί σε επίπεδο κοινού δικαίου κι ως εκ τούτου κρίθηκαν από ορισμένους κι ως όχι απολύτως αναγκαίες.
Η Συνταγματική Αναθεώρηση του 2008 ως Πολιτική Πράξη χαρακτηρίστηκε ως η πιο μικρή ποσοτικά στην Συνταγματική Ιστορία της χώρας.
Περιορίστηκε στο επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών, στην πρόβλεψη ειδικής μέριμνας για τις ορεινές και νησιωτικές περιοχές της χώρας και όσο κι ακούγεται περίεργο σήμερα για τον προυπολογισμό και τα οικονομικά του κράτους κάτι που μόνο ως τραγική ειρωνία μπορεί να καταγραφεί αφού η Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή προεκλογικά δήλωνε το αναληθές έλλειμα 6% και όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια επισήμως από τις αρμόδιες αρχές το έλλειμα ήταν 15,8% και η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση προ μίας άτακτης χρεοκοπίας.
Η Συνταγματική Αναθεώρηση θα πρέπει να είναι κατά το ισχύον Σύνταγμα μία ‘’αναγκαία’’ Πολιτική Πράξη.
Η δε Συνταγματική Ιστορία μας βοηθά να δούμε πότε κρίθηκε επιτυχώς αναγκαία στο παρελθόν και πότε μπορεί να κριθεί επιτυχώς αναγκαία στο μέλλον.
Γεωργίου Σπυριδούλα
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω / Mediator
Συντονίστρια Τομέα Δικαιοσύνης ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ Δημοκρατών Σοσιαλιστών